- ὑποδηματοποιῶν
- ὑποδηματοποιόςsandalmakermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπίδι — το (Μ κοπίδι[ν]) 1. κοπτικό εργαλείο από σίδηρο ή χάλυβα, με ακμή κοφτερή στο ένα άκρο του, το οποίο είναι κατάλληλο για κατεργασία διαφόρων σκληρών υλικών 2. μαχαίρι τών υποδηματοποιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ι(ο)ν (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μασάτι — το ακόνη κρεοπωλών και υποδηματοποιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masat] … Dictionary of Greek
σουβλί — το / σουβλί(ο)ν, ΝΜ, και σουγλί Ν [σούβλα / σούγλα] 1. μικρή σούβλα 2. καθετί το οξύ, το μυτερό 3. μεταλλικό εργαλείο τών υποδηματοποιών με το οποίο τρυπούν το δέρμα … Dictionary of Greek
σφυρί — Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να… … Dictionary of Greek
ταυρινάδαι — και ταυρεινάδαι, οί, και σπάν. τ. εν. ταυρινᾱς, ᾱδος, ὁ, Α [ταυρίνη] 1. συντεχνία υποδηματοποιών 2. (στον εν.) υποδηματοποιός … Dictionary of Greek
τριχιά — η, Ν 1. σχοινί από συνεστραμμένες τρίχες αλόγων ή κατσικιών 2. (γενικά) χονδρό σχοινί 3. τρίχινο νήμα τών υποδηματοποιών 4. το τρίχινο κόσκινο τών μεταλλουργών 5. η καθετή τών ψαράδων 6. κρησάρα, σήτα 7. φρ. «κάνω την τρίχα τριχιά» υπερβάλλω.… … Dictionary of Greek
φόρμη — ή φώρμη, ἡ, Μ 1. το καλαπόδι τών υποδηματοποιών 2. κατηγορία ποιότητας ή μεγέθους («πρώτη φόρμη», Έδικτ. Διοκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forma «σχήμα, μορφή, τύπος»] … Dictionary of Greek
θηλυκωτήρι — θηλυκωτήρι, το και θηλυκωτάρι, το γεν. ιού 1. κουμπωτήρι, εργαλείο των υποδηματοποιών. 2. πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)